μόρσιμος

μόρσιμος
μόρσῐμος, ον, ([etym.] μόρος) poet. Adj., used also by Hdt.,
A appointed by fate, destined,

ἡ δέ κ' ἔπειτα γήμαιθ' ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι Od.16.392

;

οὐδ' ἄρ' Ὀδυσσῆϊ . . μόρσιμον ἦεν . . Διὸς υἱὸν ἀποκτάμεν Il.5.674

;

μ. ἐστι θεῷ . . δαμῆναι 19.417

, cf. Hdt.3.154;

ᾧ θανεῖν οὐ μ. A.Pr.933

;

σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μ. γαμεῖν δ' ἐμοί Id.Fr.13

; τὸ μόρσιμον destiny, doom, Pi.P.12.30, A.Th.263, 282, S.Ant.236, Fr.953;

τὰ μόρσιμα Sol.13.55

.
II foredoomed to die,

οὔ τοι μόρσιμός εἰμι Il. 22.13

; μόρσιμον ἦμαρ the day of doom, 15.613, Od.10.175; so μ. αἰών one's appointed time, Pi.O.2.10, A.Supp.46 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μόρσιμος — appointed by fate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρσιμος — appointed by fate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής …   Dictionary of Greek

  • μόρσιμον — μόρσιμος appointed by fate masc/fem acc sg μόρσιμος appointed by fate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμοις — Μόρσιμος appointed by fate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορσίμοις — μόρσιμος appointed by fate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμου — Μόρσιμος appointed by fate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορσίμου — μόρσιμος appointed by fate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμους — Μόρσιμος appointed by fate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορσίμους — μόρσιμος appointed by fate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορσίμων — Μόρσιμος appointed by fate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”